- τυροξόος
- τῡρο-ξόος, ον, ([etym.] ξέω)A scraping cheese, Sch.D ll.11.639.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τυροξόος — ον Α (για πρόσ.) αυτός που ξύνει, που τρίβει τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + ξόος (< ξέω), πρβλ. λιθο ξόος] … Dictionary of Greek
τυρός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.). Ο οικισμός Τυρός. * * * ο, ΝΜΑ το τυρί νεοελλ. φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» α) κατά το επιδόρπιο β) συνεκδ.… … Dictionary of Greek